- τρώσεις
- τιτρώσκωwoundaor subj act 2nd sg (epic)τιτρώσκωwoundfut ind act 2nd sgτρῶσιςwoundingfem nom/voc pl (attic epic)τρῶσιςwoundingfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιωδυνία — ἡ, Α [περιώδυνος] μεγάλη οδύνη, ισχυρότατος πόνος («τρώσεις... καὶ περιωδυνίαι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek